- πραιλάτος
- ο, Νεκκλ. τίτλος κληρικού και μοναχού τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αντίστοιχος προς τον τίτλο τού επισκόπου, ο οποίος ορίζεται από τον πάπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praelatus, μτχ. παθ. αορ. τού praefero «προπορεύομαι, προηγούμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.